- απιθώνομαι
- απιθώνομαι, απιθώθηκα, απιθωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απιθώνω — ωσα, ώθηκα ωμένος 1. αποθέτω, αφήνω: Απίθωσε το ταγάρι σ ένα κάθισμα. 2. το μέσ., απιθώνομαι κάθομαι, ξεκουράζομαι: Απιθώσου το λοιπόν σ έναν τόπο. Ουσ., απίθωμα, το το να απιθώνει κανείς κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)